εύκερως — ων (Α εὔκερως, ων και ασυναίρ. εὐκέραος, ον, μτγν. τ. εὐκεράως, ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος) νεοελλ. ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ωραία κέρατα. επίρρ... εὐκεράως (Α) με ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… … Dictionary of Greek
εὔκερως — εὔκερω̆ς , εὐκέραος with beautiful horns adverbial (attic) εὔκερω̆ς , εὐκέραος with beautiful horns masc/fem nom pl (attic) εὔκερω̆ς , εὐκέραος with beautiful horns masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Никейские соборы — церковные соборы, бывшие в г. Никее, в Вифинии. Из них наиболее замечательны: 1) Н. первый вселенский собор (325), по поводу ереси Ария. Александрийский епископ Александр, в одной из бесед своих с клиром, сказал, что Св. Троица есть в троице… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek